συνοδικός

συνοδικός
-ή, -ό / συνοδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύνοδος]
αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης
νεοελλ.
1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος κινήσεων που έχουν ως αρχή τη γραμμή η οποία συνδέει τα κέντρα τού Ηλίου και τής Γης
2. το ουδ. ως ουσ. το συνοδικό
α) το κτήριο ή η αίθουσα τής Ιεράς Συνόδου
β) εκκλ. επίσημο αρχείο ή κώδικας τών συνοδικών αποφάσεων για την καταδίκη τών αιρετικών και τη διακήρυξη τής Ορθοδοξίας τής πίστης
3. φρ. α) «συνοδική περίοδος τού Ηλίου» — το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών μεταβάσεων κηλίδας από τον κεντρικό μεσημβρινό τού Ηλίου, τον στραμμένο προς την κατεύθυνση τής Γης
β) «συνοδικός μήνας» — το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε έναν πλήρη κύκλο φάσεων τής Σελήνης, όπως φαίνονται από τη Γη
γ) «συνοδική περίοδος» ή «συνοδική περιφορά»
αστρον. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων ενός πλανήτη ή ενός φυσικού ή τεχνητού δορυφόρου τού ηλιακού συστήματος από μια συγκεκριμένη διάταξη ως προς τον Ήλιο και τη Γη
δ) «συνοδικό σύστημα» — η αντιμετώπιση τών σημαντικών εκκλησιαστικών ζητημάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία με το συλλογικό όργανο τών συνόδων
ε) «συνοδικός τόμος» — πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο με απόφαση για θέματα πίστεως, εκκλησιαστικής τάξης ή ανακήρυξης αυτοκέφαλης Εκκλησίας
στ) «συνοδική κίνηση»
εκκλ. χαρακτηρισμός της θεολογικής κίνησης στη Δύση για τον περιορισμό τής παπικής αυθεντίας, η οποία εκφράστηκε με συγκεκριμένες μορφές κατά τις αρχές τού 15ου αιώνα
ζ) «συνοδικός θεσμός»
εκκλ. όρος για την περιεκτική αναφορά στις διάφορες μορφές έκφρασης τής συνοδικής συνείδησης τής Εκκλησίας σε τοπική, περιφερειακή και οικουμενική κλίμακα
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύνοδο επισκόπων (α. «συνοδική απόφαση» β. «βασιλικὰ προστάγματα, συνοδικός τε κρίσεις», Προδρ
γ. «συνοδικῷ γράμματι», Σύνοδ. Εφέσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο συνοδικός
α) ιεράρχης, μέλος τής Συνόδου
β) αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις τής Οικουμενικής Συνόδου τής Χαλκηδόνος.
επίρρ...
συνοδικῶς ΜΑ
μσν.
σύμφωνα με απόφαση τής Ιεράς Συνόδου
αρχ.
κατά τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην I. Σύνοδο: Δε σεβάστηκε τις συνοδικές αποφάσεις. «συνοδικό σύστημα», σύστημα διοίκησης της εκκλησίας. 2. «συνοδική περίοδος», το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συνόδους κάποιου πλανήτη με τον ήλιο. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοδικός μήνας — (Αστρον.). Ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών συνόδων της Σελήνης με τον Ήλιο. Η διάρκεια του συνοδικού μήνα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 29 ημ., 12 ώρες, 44 λεπτά, 2,8 δευτερόλεπτα, ή 29,531 ημέρες. Εξαιτίας όμως της εκκεντρότητας της σεληνιακής… …   Dictionary of Greek

  • συνοδικά — συνοδικός of neut nom/voc/acc pl συνοδικά̱ , συνοδικός of fem nom/voc/acc dual συνοδικά̱ , συνοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικῶν — συνοδικός of fem gen pl συνοδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικόν — συνοδικός of masc acc sg συνοδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικαῖς — συνοδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικαί — συνοδικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικοῖς — συνοδικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδικοί — συνοδικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”